-
1 στύφλος
στύφλος, ον,=Aστυφελός 1
,στύφλους παρ' ἀκτάς A.Pers. 303
;τῆσδ' ἀπὸ στύφλου πέτρας Id.Pr. 748
;στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος S.Ant. 250
;ὑπὸ στύφλοις πέτραις E.Ba. 1137
, cf. IT 1429, Lyc.737.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στύφλος
-
2 χέρσος
A dry land, opp. water, ἐπὶ χέρσου, opp. ἐν πόντῳ, Od.10.459, cf. 15.495; ;λάϊγγας ποτὶ χ. ἀποπλύνεσκε θάλασσα 6.95
;κῦμα.. βοάᾳ ποτὶ χ. Il.14.394
;κῦμα.. χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει 4.425
;χέρσον ἱκέσθαι Od.9.486
, 542;ἐπὶ χέρσω Sapph.Supp.9.10
;κατὰ χέρσον A.Pers. 873
(lyr.), E.IT 884 (lyr.); χέρσῳ on or by land, A.Pers. 977 (lyr.), Ag. 558, E.Hel. 1066: prov.,ἐν πόντῳ νᾶες, ἐνχέρσῳ πόλεμοι Pi.O.12.4
, cf. N.1.62;πολλὰ.. ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ' ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται A.Pers. 707
(troch.); πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χ., of the realm of Hades, Id.Th. 860(lyr.).—In Hom. the gender cannot be determined, fem. Pi.Fr.75.17 (dub.l.), A.Supp.31 (anap.), Thphr.CP3.13.3, D.S.3.15, etc.: pl., ἐν ταῖς χέρσοις on barren soils, Thphr.HP8.6.4.II after Hom. as Adj., χέρσος, ον, dry, firm, of land, Hdt.2.99; Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον to the mainland of Europe, Pi. N.4.70; ἐν κονίᾳ χέρσῳ, opp. πόντῳ, ib.9.43.2 dry, hard, barren,τῆς χώρης ἐούσης χ. Hdt.4.123
;στύφλος δὲ γῆ καὶ χ. S.Ant. 251
; παραδοῦναι [ τὴν γῆν] χέρρον, i.e. ψιλήν, without a crop on it, IG22.2492.16;χ. καὶ ἄκανθα ἔσται ἡ γῆ LXX Is.7.24
; waste places,A.
Fr. 189; χ. λιμήν a harbour left dry, AP9.427 (Barb.): freq. in Pap., PAmh.2.31.12 (ii B. C.), etc.3 metaph., barren, of women, .b c. gen., barren of,πυρὰ χέρσος ἀγλαϊς μάτων E.El. 325
. (Cf. Skt. hár[ snull ] ate 'become stiff, bristle', Avest. zarštva- 'stone', Lat. horreo.)
См. также в других словарях:
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek